- ἀλλήλως
- ἀλλήλωνof one anothermasc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλλήλως — επίρρ. (Μ ἀλλήλως) 1. αμοιβαία, μεταξύ τους, με τρόπο που να υπάρχει θετική ή αρνητική σχέση τού ενός προσώπου με το άλλο ή τα άλλα, με τρόπο που να δημιουργείται ανταλλαγή αισθημάτων, υποχρεώσεων κ.λπ. από πρόσωπο σε πρόσωπο 2. μόνοι τους,… … Dictionary of Greek
αλλήλων — ἀλλήλων (ΑΜ) (αλληλοπαθής αντωνυμία σε γενική πληθυντικού τών τριών γενών, δίχως ονομαστική δηλώνει αμοιβαία ενέργεια ή κατάσταση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα αμοιβαία) ο ένας τον άλλον, ο ένας στον άλλον, ο ένας προς τον άλλον … Dictionary of Greek